- ἀτρέμα
- ἀ-τρέμα, vor Vokalen ἀτρέμας, ohne Zittern, ruhig; gew. neutral: sich ruhig verhalten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ατρέμα — επίρρ. βλ. ατρέμας … Dictionary of Greek
ἀτρέμα — ἀτρέμας poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρέμ' — ἀτρέμα , ἀτρέμας poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατρέμας — ἀτρέμας και ἀτρέμα (Α) επίρρ. 1. χωρίς να τρέμει κανείς, χωρίς κίνηση, σταθερά 2. χωρίς σπουδή, ήρεμα, αργά 3. απαλά, ευγενικά 4. φρ. «ἀτρέμα(ς) ἔχω» είμαι ήρεμος, ησυχάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρέμω. Η λ. ανήκει στους αρχαϊκούς τ. επιρρημάτων … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek
trem-, trems- — trem , trems English meaning: to thump; to tremble Deutsche Übersetzung: “trippeln, trampeln” and “zittern” Note: (contaminated with tres ); the same Doppelbed. by trep . Material: Gk. τρέμω “tremble” (= Lat. tremō, Alb.… … Proto-Indo-European etymological dictionary